- ληθαίου
- λήθαιοςofmasc/neut gen sgληθαί̱ου , λήθαιοςofmasc/neut gen sgληθαῖοςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ληθαίου — Λήθαιος of masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαίστος — Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα,… … Dictionary of Greek
Φαιστός — Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα,… … Dictionary of Greek
Φαρκαδών — Πόλη της αρχαίας Θεσσαλίας. Λείψανα από τα τείχη της διασώζονται σε λόφο πάνω από την αριστερή όχθη του Ληθαίου. Πρόκειται για το σημερινό Τσιότι των Τρικάλων … Dictionary of Greek